ξεσφίγγομαι

ξεσφίγγομαι
ξεσφίγγομαι, ξεσφίχτηκα, ξεσφιγμένος βλ. πίν. 22

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ξεζαρώνω — (Μ ξεζαρώνω) νεοελλ. (για την επιδερμίδα) χάνω τις ζάρες, τις ρυτίδες, γίνομαι λείος μσν. 1. ξεσφίγγομαι 2. φρ. «ξεζαρώνει ή χέρα μου» παύω να είμαι φιλάργυρος, αρχίζω να κάνω ελεημοσύνες …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”